IL CAMPO INCOLTO
Non è il caso di riferire sussurri: l’attimo
modifica l’infanzia? un picco invalicabile
scavo e m’imbatto nella talpa, fuggo da chi
non c’era o faceva finta. Per amici zanzare
farfalle, un cane. Il passato è la parte celata
della luna, lo scenario è questo e se voglio
che i sogni siano reali devo essere
in viaggio non l’altro rinchiuso nel bunker.
Appeso al ciliegio per irrobustire i muscoli
osservo il corteo delle formiche e dei ragni
che tessono senza fretta i loro felpati giorni.
Figli mordono padri che non sanno giocare
oggi è Natale poi verrà Pasqua nessuno frenò
le mani oscene. Non riuscivo a stare zitto
ora ascolto le foglie, ho fatto bene a non sparire
ho terra incolta da esplorare, papaveri esplodono
lungo il percorso. Il passato è un luogo d’alberi
impiccati, d’un vento senza strade. Solo il buio
sprona alla vita, piega le ossa in caverne di luce.
Quello che ho fatto non lo ritrovo e il sole
si spalma all’indietro. Nel campo ho capito
delle cose o è l’erba incolta ad avermi compreso?
ΑΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΟΣ ΑΓΡΟΣ
Δεν είναι στιγμή ν’ αναφερθούμε σε σούσουρα: η στιγμή
αλλάζει την παιδικότητα; μια ανυπέρβατη κορυφή
σκάβω και πέφτω πάνω στον τυφλοπόντικα, δραπετεύω από όποιον
δεν υπήρχε ή όποιον προσποιούνταν. Για φίλους κουνούπια
πεταλούδες, έναν σκύλο. Το παρελθόν είναι το κρυφό κομμάτι
του φεγγαριού, έτσι είναι το σενάριο κι αν θέλω
τα όνειρα να είναι αληθινά πρέπει να ’μαι αυτός
που ταξιδεύει όχι ο κλεισμένος μέσα στο μπούνκερ.
Κρεμασμένος στην κερασιά για να δυναμώσω τους μυες
παρατηρώ την πομπή από μυρμήγκια και αράχνες
που υφαίνουν δίχως βιάση τις βελούδινες μέρες τους.
Γιοι δαγκώνουν τους πατέρες που δεν ξέρουν να παίζουν
σήμερα είναι Χριστούγεννα μετά θα ’ρθει το Πάσχα κανείς δεν σταμάτησε
τ’ άσεμνα χέρια. Δεν κατόρθωνα να μένω σιωπηλός
τώρα αφουγκράζομαι τα φύλλα, καλά εκανα και δεν εξαφανίστηκα
έχω γη ακαλλιέργητη να εξερευνήσω, παπαρούνες σκάνε
κατά μήκος της διαδρομής. Το παρελθόν είναι τόπος δέντρων
απαγχονισμένων, ενός ανέμου δίχως δρόμους. Μοναχά το σκοτάδι
παρακινεί τη ζωή, υποτάσσει τα κόκκαλα σε σπήλαια φωτός.
Όσα έκανα δεν τα βρίσκω ξανά και ο ήλιος
απλώνεται οπισθωβατικά. Στον αγρό κατάλαβα
κάποια πράγματα ή μήπως το ακαλλιέργητο χορτάρι με έχει καταλάβει;
PICCOLA SINFONIA PER CANI
Staremo attenti a non mostrare i canini, il blu
placato tra le braccia, il silenzio trabocca, tira
la coda al lupo che prende coraggio, solleva
il collo e l’ululato avanza nell’aria del mattino.
Stella che scruti con un occhio soltanto invita
l’angelo a sollevarsi dalle spine! ne sapeva più
di noi il gatto stando al sole. Non addestrati
senza rispetto per l’udito altrui: padri maestri
amici, ce la fischiamo da soli variando il ritmo
e l’insonne sinfonia innalza città in miniatura.
Ho bruciato rami erba secca le scarpe dai tacchi
consumati che non sapevano più dove condurci.
Dondola la notte e nel fruscio si torna ad essere
ciò che non si è mai stati, barche calme in attesa
di precipitare nel mare in tempesta. Negli abissi
i pesci saldano gli occhi a palla sui nuovi spazi
dove potranno occultarsi, divertirsi. Quanto resta?
Avvisa la morte quando la cerchi potrebbe ignorarti
ama le sorprese, ti allunga la vita anche se non vuoi.
Il padre di mia madre prende le distanze, ribadisce
con foga che l’acqua in fiamme separa dal mondo
e il profilo del paese è solo un asilo per cani randagi.
Quel vecchio guerriero scuote le inferriate del tempo
risale la collina: non aggiunge altro, né torna indietro.
ΜΙΚΡΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΓΙΑ ΣΚΥΛΟΥΣ
Θα προσέξουμε να μη δείξουμε τους κυνόδοντες, εφησυχασμένο
ανάμεσα στα χέρια το μπλε, η σιωπή ξεχειλίζει, τραβα
την ουρά του λύκου να πάρει θάρρος, ύψωσε
το λαιμό και το αλύχτισμα αντηχεί στον πρωινό αέρα.
Άστρο που ατενίζεις μ’ ένα μόνο μάτι προσκάλεσε
τον άγγελο να σηκωθεί από τα αγκάθια! Κάτι ήξερε παραπάνω
από εμάς και καθόταν στον ήλιο ο γάτος. Απαίδευτοι
δίχως σεβασμό προς την ακοή του άλλου: πατέρες δάσκαλοι
φίλοι, σφυρίζουμε μόνοι μας αλλάζοντας τον ρυθμό
και η άγρυπνη συμφωνία εγείρει πόλεις μινιατούρες.
Έκαψα ξερά κλαδιά τα παπούτσια με τα φθαρμένα
τακούνια που δεν ξέραν πια πού να μας πάνε.
Λικνίζεται η νύχτα και μέσα στο θρόισμα ξαναγινόμαστε
ό,τι δεν υπήρξαμε ποτέ, βάρκες εν ηρεμία που περιμένουν
να τσακιστούν σε μια θάλασσα φουρτουνιασμένη. Στις αβύσσους
τα ψάρια καρφώνουν τα γουρλωτά τους μάτια σε τόπους νέους
όπου θα μπορούν να κρυφτούν, να διασκεδάσουν. Πόσο απομένει;
Ειδοποίησε ο θάνατος όταν τον ψάχνεις μπορεί να σ’αγνοήσει
αγαπά τις εκπλήξεις, σου μεγαλώνει τη ζωή ακόμη κι αν δεν θελεις.
Ο πατέρας της μητέρας μου κρατάει αποστάσεις, τονίζει
με σθένος πως το νερό στη φωτιά χωρίζει απο τον κόσμο
και η όψη του χωριού είναι μονάχα άσυλο για αδέσποτα σκυλιά.
Ο γέρος πολεμιστής αποτινάζει τα κιγκλιδώματα του καιρού
ξανανεβαίνει το λόφο: δεν προσθέτει άλλο, ούτε γυρίζει πίσω.
CHIAMO DA UN ALTRO PIANETA
Un tuono e l’alba ci sveglia, una sorella esige
un armadio per i vestiti, la consolo dicendole
che presto (avrò avuto dieci anni) aiuterò lei
e gli altri fratelli. I morti spiano non chiudono
mai gli occhi. La luce mitraglia il paese, alza
la croce franata nelle case, rileva le impronte
del branco: la via è già qui e scalfisce la pelle.
Procedo masticando quello che mi devi
tra specchi dai grovigli inestricabili, tra vicoli
alterati da rosse venature, da disegni primitivi.
Foglie gialle resistono affusolate al ramo
godono del freddo, della calma. Ha le doglie
l’aria e il figlio che germoglia teme il padre
la malinconia dei nostri corpi convalescenti.
Tutto è perduto? Il vento sbaraglia i giorni
non per questo rintanati in casa
escono dal tetto e sotto la pioggia bruciano
sogni per fare altri sogni. Chiamo da un altro
pianeta: l’universo ci osserva? simili ma distanti.
Un rimbombo gli anni futuri, ciò che siamo stati.
ΚΑΛΩ ΑΠΟ ΑΛΛΟΝ ΠΛΑΝΗΤΗ
Ένας κεραυνός και η αυγή μας ξυπνά, μια αδελφή ζητά
μια ντουλάπα για τα ρούχα, την παρηγορώ λέγοντάς της
πως σύντομα (θα΄μουν ίσως δέκα χρόνων) θα βοηθήσω εκείνη
και τ’ άλλα αδέλφια. Οι νεκροί κατασκοπεύουν δεν κλείνουν
ποτέ μάτι. Το φως σφυροκοπά το χωριό, σήκωσε
το γκρεμισμένο σταυρό στα σπίτια, ανύψωσε τα αποτυπώματα
του κοπαδιού: ο δρόμος είναι ήδη εδωπέρα και αποξεά το δέρμα.
Προχωράω μασώντας όσα μου χρωστάς
ανάμεσα σε καθρέφτες με μπερδεμένα κουβάρια, ανάμεσα σε στενορύμια
αλλοιωμένα από κόκκινες φλέβες, από πρωτόγονα σχέδια.
Κίτρινα φύλλα που αντιστέκονται καρουλιασμένα στο κλαδί
απολαμβάνουν το κρύο, την ηρεμία. Ο αέρας έχει ωδύνες
και ο γιος που ξεφυτρώνει φοβάται ο πατέρας
τη μελαγχολία των σωμάτων μας που αναρρώνουν.
Χάθηκαν όλα; Ο άνεμος σμπαραλίαζει
ημέρες που έχουν τρυπώσει στο σπίτι όχι όμως γι αυτό
βγαίνουν από τη σκεπή και καίνε κάτω από τη βροχή
όνειρα για να κάνουν άλλα όνειρα. Καλώ από έναν άλλον
πλανήτη: μας παρατηρεί το σύμπαν; Πλησίοι αλλά απομακρυσμένοι.
Ένας αντίλαλος τα μελλοντικά χρόνια, αυτό που υπήρξαμε.
|